αλανιαρίζω

αλανιαρίζω
-ισα, περιφέρομαι στους δρόμους σαν αλήτης: Εδώ και κάμποσο καιρό άρχισε να αλανιαρίζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλανιαρίζω — [αλανιάρης] γυρίζω σαν αλάνι στους δρόμους, αλητεύω …   Dictionary of Greek

  • αλανιάρης — α και –ισσα, ικο 1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης 2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”